- αλεπίδωτος
- ἀλεπίδωτος, -ον (Α)ο αλέπιαστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + λεπιδωτός < λεπιδοῦμαι. λεπίς -ίδος «λέπι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀλεπίδωτα — ἀλεπίδωτος without scales neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλέπιαστος — η, ο αυτός που δεν έχει λέπια, αλεπίδωτος … Dictionary of Greek